- οχλοκοπικός
- ὀχλοκοπικός, -ή, -όν (Α) [οχλοκόπος]1. αυτός που ανήκει στον οχλοκόπο ή αυτός που αρμόζει στον οχλοκόπο2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀχλοκοπήη τέχνη τού να κολακεύει κανείς τον όχλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀχλοκοπική — ὀχλοκοπικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)